πολύβροχος

πολύβροχος
(I)
-ον, Α
πολύ υγρός, πολύ βρεγμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + -βροχος (< βρέχω), πρβλ. ημί-βροχος].
————————
(II)
-ον, Α
1. αυτός που αποτελείται από πολλούς βρόχους, από πολλές θηλειές
2. πολύπλοκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + βρόχος «θηλειά, κόμπος» (πρβλ. εΰ-βροχος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πολύβροχον — πολύβροχος freshly infused several times masc/fem acc sg πολύβροχος freshly infused several times neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολύβροχ' — πολύβροχα , πολύβροχος freshly infused several times neut nom/voc/acc pl πολύβροχε , πολύβροχος freshly infused several times masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βρόχος — ο (AM βρόχος) 1. θηλιά που χρησιμοποιείται σαν αγχόνη 2. παγίδα για πουλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Στην ύπαρξη τ. μόροττον «εκ φλοιού πλέγμα τι, ῳ έτυπτον αλλήλους τοις Δημητρίοις» (Ησύχ.) στηρίζεται η υπόθεση της αναγωγής του βρόχος σε τ. *μρόχος (>… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”