- πολύβροχος
- (I)-ον, Απολύ υγρός, πολύ βρεγμένος.[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + -βροχος (< βρέχω), πρβλ. ημί-βροχος].————————(II)-ον, Α1. αυτός που αποτελείται από πολλούς βρόχους, από πολλές θηλειές2. πολύπλοκος.[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + βρόχος «θηλειά, κόμπος» (πρβλ. εΰ-βροχος)].
Dictionary of Greek. 2013.